Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Εκφράσεις στη διάλεκτο του Τυχερού Έβρου


Παρακάτω έχω συγκεντρώσει κάποιες χαρακτηριστικές εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν ή χρησιμοποιούν στο Τυχερό Έβρου. Μέσα από αυτές βλέπουμε τον πλούτο της διαλέκτου όπου συνυπάρχουν αρμονικά τα αρβανίτικα (που ήταν η αποκλειστική γλώσσα των Αρβανιτών του Τυχερού για πολλούς αιώνες), τα τούρκικα, τα ελληνικά, ακόμη και τα αρμένικα!


  1. Κελέκι (κjελέκ’):  βλάκας, χαζός. Από τις αγαπημένες λέξεις στο Τυχερό. Η λέξη ετυμολογείται από το τούρκικο Kelek που σημαίνει άγουρο πεπόνι. Μεταφορικά δηλαδή σημαίνει κάποιον  που είναι άχρηστος, που βγαίνει σκάρτος. Πολλές φορές η προσφώνηση ξεκινά με το απαξιωτικό «αα», συνοδεύεται με ξυνίλα στην έκφραση και με απαξιωτική κίνηση του χεριού προς τον αποδέκτη: «α κελέκ’!».
  2. Κερπίτσι (κιουρπίτσ’):  Χαζός, καθυστερημένος. συνηθισμένη έκφραση: «μυαλό κιουρπίτσ’». Τε κερπίτσια ήταν αυτοσχέδια τούβλα  από χώμα και άχυρο.
  3.  Αβανάκης (αβανάκ’ς): βλάκας. Η λέξη είναι αρμένικη και σημαίνει «γαϊδούρι».
  4. Σαψάλης (σαψιάλ’ς). Από το τούρκικο sapsal (ατημέλητος άνθρωπος, ασουλούπωτος, χαζός, χοντροκέφαλος).
  5. Σιασκίνης (σιασκίν’ς):  Από το τουρκικό saskin που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος, σε σύγχυση. Επίσης μπορεί να σημαίνει βλάκας, χαζός κ.λπ.
  6. Μπόσικος (μπόσ’κους):  Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου «μπόσ(ι)κος». Αναφέρεται κυριολεκτικώς στα μαλακά μέρη της κοιλιάς ή και στα πόδια (βλ. πιάστον από τα μπόσικα). Μεταφορικώς, το ουσιαστικό σημαίνει το χαλαρό, το ασταθές, αδύναμο ή αφύλακτο μέρος του σώματος, πράγματος (π.χ. τιμόνι) ή τοποθεσίας (π.χ. φυλάκιο), ενώ το επίθετο αναφέρεται στον απερίσκεπτο, χαλαρό, νωθρό, αφελή και εν τέλει ευκολόπιστο, συρόμενο ως άθυρμα άνθρωπο. Συνηθισμένη έκφραση είναι η «λέρε μπόσ’κα» (άσε τις βλακείες). Το λέρε είναι αρβανίτικο και σημαίνει «άσε, άφησε».
  7. Αχμάκης (αχμάκ’ς). Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθιίου ή βραδύνοος ανθρώπου.
  8. Σαρσέμης (σερσέμ’ς). Χαζός, άμυαλος. Προέρχεται από την τουρκική λέξη sersem η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την περσική sarsam που σημαίνει «μηνιγγίτιδα, παραλήρημα».
  9. Μαϊμαντζ’λ’κια (τονίζεται στο λ).  Σημαίνει ότι κάποιος κάνει αστείες κινήσεις ή μεταφορικά ότι κάνει βλακείες.Κατά λέξη σημαίνει «καμώματα της μαϊμούς»: Μαϊμού-μαϊμούνι-μαϊμουντζουλούκια.
  10. Νία νέι νιου κουτέϊ: Στα αρβανίτικα σημαίνει μια από δω μια από κει. Χαρακτηρίζει μεθυσμένο άνθρωπο που τρεκλίζει.
  11. Σάτσι (σάτσ’). Είναι το πήλινο ή ξύλινο (μια ροδέλα μεγάλου κορμού) σκεύος όπου πάνω έψηναν τα τζουλούκια (τζ’λ’κια ), δηλαδή τις κρέπες (λαλαγγίτες στη θρακιώτικη διάλεκτο). Λόγω του μαύρου χρώματος που έπαιρνε το σκεύος από τα πολλά ψησίματα, σήμαινε τον τύφλα στο μεθύσι: «έγινε σάτ’ς».
  12. Ντο βίνετς στρόινες δίκτυον. Αρβανίτικη απόδοση της εξίσου χρησιμοποιούμενης αργκό έκφρασης «να πάτε να απλώσετε δίκτυο» (σε γνήσια θρακιώτικη έκφραση: α’πα΄πλώστι δίκτυου). Η έκφραση σήμαινε κάτι σαν το σημερινό σύνθημα στο ποδόσφαιρο: «και τώρα μπορείτε να πα να γ….».  «Απλώνω δίκτυο» σημαίνει ότι εκτελώ τη διαδικασία στησίματος των σωλήνων στο χωράφι προκειμένου να ποτίσω. Η έκφραση ήταν σε μεγάλη χρήση στις δεκαετίες 1980 και 1990.
  13. Στα αμπέλια (στα κατραμπέλια).  Αγαπημένη έκφραση των πιτσιρικάδων που έπαιζαν ποδόσφαιρο στο γήπεδο.  Όταν κάποιος έκανε σουτ και πήγαινε απελπιστικά άουτ τον κορόιδευαν ότι έστειλε τη μπάλα στα αμπέλια ή για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στα «κατραμπέλια». Τα «αμπέλια» είναι μία περιοχή αρκετά πίσω από το γήπεδο.
  14. Κάθι μπάμπου κι κουλούρα;  Σημαίνει ότι δεν θα είσαι πάντα τυχερός.  Η έκφραση σημαίνει κατά λέξη ότι «δεν θα σου δίνει κάθε γιαγιά (μπάμπου) κουλούρι-ψωμί» και ίσως να αναφέρεται σε κάποιο παλιό έθιμο.


Πηγή των περισσοτέρων λημμάτων: www.slang.gr

Δημήτρης Δαλάτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου